- αερογράφος
- ο (Γραφ. Τεχν.)ο αεροψεκαστήρας σχήματος μολυβιού που ψεκάζει χρώμα ή μελάνι σε πολύ λεπτή ρυθμιζόμενη δέσμη.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀήρ, -έρος + -γράφος < γράφω, πρβλ. αγγλ. aerograph].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αερογράφος ή πιστολέτο — Φορητή συσκευή, που χρησιμοποιείται για να επικαλύπτονται επιφάνειες με χρώμα ή βερνίκι γρήγορα και ομοιόμορφα. Αποτελείται από έναν μικρό θάλαμο, όπου τοποθετείται το χρώμα σε υγρή κατάσταση και από μια γραφίδα ή ένα ακροφύσιο ψεκασμού. Από τον… … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek